Anonymous

κυρτεύς: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_8)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυρτεύς''': -έως, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ τῆς κύρτης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 352· [[ὡσαύτως]] κυρτευτής, οῦ, ὁ, Ἀνθ. Π. 6. 230.
|lstext='''κυρτεύς''': -έως, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ τῆς κύρτης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 352· [[ὡσαύτως]] κυρτευτής, οῦ, ὁ, Ἀνθ. Π. 6. 230.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυρτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />αυτός που ψαρεύει με κύρτους, με ψαροκάλαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]], πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κυρτεύω</i>].
}}
}}