3,277,121
edits
(6_8) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυρτεύς''': -έως, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ τῆς κύρτης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 352· [[ὡσαύτως]] κυρτευτής, οῦ, ὁ, Ἀνθ. Π. 6. 230. | |lstext='''κυρτεύς''': -έως, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ τῆς κύρτης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 352· [[ὡσαύτως]] κυρτευτής, οῦ, ὁ, Ἀνθ. Π. 6. 230. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυρτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />αυτός που ψαρεύει με κύρτους, με ψαροκάλαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]], πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κυρτεύω</i>]. | |||
}} | }} |