Anonymous

κύπρινον: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_1)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύπρῐνον''': (δηλ. [[μύρον]]), τό, [[ἔλαιον]] ἢ [[μύρον]] κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.
|lstext='''κύπρῐνον''': (δηλ. [[μύρον]]), τό, [[ἔλαιον]] ἢ [[μύρον]] κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύπρινον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυπρίνος]] (II).
}}
}}