Anonymous

κῶας: Difference between revisions

From LSJ
1,068 bytes added ,  29 September 2017
22
(SL_2)
(22)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=(τό) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fleece]] “ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, [[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231)
|sltr=(τό) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fleece]] “ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, [[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231)
}}
{{grml
|mltxt=[[κῶας]] και κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> μαλακό [[δέρμα]] προβάτου που άπλωναν ως [[κάλυμμα]] σε καθίσματα ή κρεβάτια («στόρεσαν [[λέχος]]... κώεά τε ῤῆγός τε λίνοιό τε [[λεπτόν]] [[ἄωτον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το χρυσόμαλλο [[δέρας]] («λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονός τε καὶ τῶν συνεταίρων... εὖτ' ἐπὶ τὸ κῷας ἔπλωον ἐς Αἶαν τὴν [[Κολχίδα]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κύτος]] και η [[αναγωγή]] στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>qeu</i>- «[[σκεπάζω]], [[καλύπτω]]» δεν φαίνεται πιθ. Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kowo</i>: <i>κῶFος</i>].
}}
}}