Anonymous

κριβάνη: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κριβανωτός]].
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κριβανωτός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κριβάνη]], ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πίτας στους Λάκωνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λέξης [[κρίβανος]] (<i>ὁ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}