Anonymous

κωδωνοφαλαρόπωλος: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ος;<br />dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φάλαρα]], [[πῶλος]].
|btext=ος, ος;<br />dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φάλαρα]], [[πῶλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κωδωνοφαλαρόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουδούνια στα [[φάλαρα]] του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] «τα κοσμήματα που προσδένονται στο [[μέτωπο]] ή στα καλύμματα τών [[γνάθων]] τών αλόγων [[μαζί]] με τα χαλινάρια» <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «μικρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ενδοξό</i>-<i>πωλος</i>)].
}}
}}