Anonymous

κωθωνίζω: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_13b)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωθωνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεθύσκω]] τινά, Φώτ., Ἡσύχ.· ― Παθ., [[πίνω]] «’ς τὰ γερά», κ. ταῖς μεγάλαις (δηλ. κύλιξι) Ἀριστ. Προβλ. 3. 12, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Α, 334Β· κ. ἀφ’ ἡμέρας, de die potare, Πολύβ. 24, 5, 9· κεκωθωνισμένος, μεμεθυσμένος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 5, κτλ.
|lstext='''κωθωνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεθύσκω]] τινά, Φώτ., Ἡσύχ.· ― Παθ., [[πίνω]] «’ς τὰ γερά», κ. ταῖς μεγάλαις (δηλ. κύλιξι) Ἀριστ. Προβλ. 3. 12, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Α, 334Β· κ. ἀφ’ ἡμέρας, de die potare, Πολύβ. 24, 5, 9· κεκωθωνισμένος, μεμεθυσμένος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 5, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωθωνίζω]] (Α) [[κώθων]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να μεθύσει, [[μεθώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κωθωνίζομαι</i><br />[[πίνω]] πολύ, [[μεθώ]] («ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν έκωθωνίζοντο», ΠΔ).
}}
}}