3,274,916
edits
(6_10) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ. | |lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωπηλατικός]], -ή, -όν) [[κωπηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην [[κωπηλασία]] («κωπηλατικοί αγώνες»). | |||
}} | }} |