Anonymous

κυκλωτός: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλόω]].
|btext=ή, όν :<br />arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυκλωτός]], -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κύκλου, [[στρογγυλός]] («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφερειακός]] («[[κυκλωτός]] [[δρόμος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλωτά</i> (Α κυκλωτῶς)<br />σε [[σχήμα]] κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.
}}
}}