Anonymous

κώμακον: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_21)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κώμακον''': τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2.
|lstext='''κώμακον''': τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κώμακον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού ή ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]], πιθ. το [[μοσχοκάρυδο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φρούτου.
}}
}}