3,277,807
edits
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κώμακον''': τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2. | |lstext='''κώμακον''': τό, ἀρωματικόν τι φυτὸν ἢ καρπός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κώμακον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού ή ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]], πιθ. το [[μοσχοκάρυδο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φρούτου. | |||
}} | }} |