Anonymous

λαβίδιον: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_22)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰβίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λαβίς]], μικρὰ [[λαβίς]], «τσυμπίδι», Διοσκ. 1. 84.
|lstext='''λᾰβίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λαβίς]], μικρὰ [[λαβίς]], «τσυμπίδι», Διοσκ. 1. 84.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαβίδιον]], τὸ (Α) [[λαβίς]]<br /><b>1.</b> μικρή [[λαβίδα]], [[τσιμπίδι]]<br /><b>2.</b> μικρή [[λαβή]].
}}
}}