Anonymous

μηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_1)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηρίζω''': (μηρὸς) κτυπῶ τὸν μηρόν, κωμικὴ [[λέξις]] ἐσχηματισμένη κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[γαστρίζω]], Διογ. Λ. 7. 172.
|lstext='''μηρίζω''': (μηρὸς) κτυπῶ τὸν μηρόν, κωμικὴ [[λέξις]] ἐσχηματισμένη κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[γαστρίζω]], Διογ. Λ. 7. 172.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηρίζω]] (Α) [[μηρός]]<br />[[χτυπώ]] στους μηρούς.
}}
}}