Anonymous

μονόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.
|lstext='''μονόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόπτωτος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[πτώση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ρήματα)<br />αυτός που συντάσσεται με μία μόνο [[πτώση]], που δέχεται ένα μόνο [[αντικείμενο]] («το [[ρήμα]] [[τρώω]] [[είναι]] μονόπτωτο, ενώ το [[ρήμα]] <i>λέω</i> [[είναι]] δίπτωτο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] από θ. <i>πτω</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[πτώσις]]) του <i>πί</i>-<i>πτω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>πτωτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>πτωτος</i>)].
}}
}}