Anonymous

μαγγανεύω: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> user de philtres <i>ou</i> de charmes;<br /><b>2</b> sophistiquer (des aliments), acc..<br />'''Étymologie:''' [[μάγγανον]].
|btext=<b>1</b> user de philtres <i>ou</i> de charmes;<br /><b>2</b> sophistiquer (des aliments), acc..<br />'''Étymologie:''' [[μάγγανον]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μαγγανεύω]]) [[μάγγανο]]. 1. [[κάνω]] [[μάγια]], [[χρησιμοποιώ]] μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ' ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]] με [[τεχνικά]] [[μέσα]], με ιατρικά ή μαγευτικά ποτά, [[δελεάζω]] με μαγγανευτικούς τρόπους, [[δολιεύομαι]]<br /><b>3.</b> [[νοθεύω]] με [[τέχνη]] τρόφιμα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] διάφορα δεισιδαίμονα [[μέσα]] ή τρόπους για να επιτύχω [[εξιλέωση]] τών θεών («μαγγανεύουσα πρὸς τὰς θεάς», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαγγανεύω]] ἀπάτην» — [[επινοώ]] διάφορα [[μέσα]] για να εξαπατήσω.
}}
}}