3,276,960
edits
(6_7) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, [[νυσταλέος]] ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κῶμα]], [[ληθαργικός]], ὕπνοι [[αὐτόθι]] 970· ἴδε Foës Oec. | |lstext='''κωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, [[νυσταλέος]] ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κῶμα]], [[ληθαργικός]], ὕπνοι [[αὐτόθι]] 970· ἴδε Foës Oec. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κωματώδης]], -ῶδες) [[κώμα]]<br />αυτός που κατέχεται από [[κώμα]], αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] κώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στο [[κώμα]] ή χαρακτηρίζεται από [[κώμα]] («[[κωματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληθαργικός]]. | |||
}} | }} |