Anonymous

λαθικηδής: Difference between revisions

From LSJ
22
(Autenrieth)
(22)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές ([[κῆδος]]): causing to [[forget]] [[care]], ‘banishing [[care]],’ Il. 22.83†.
|auten=ές ([[κῆδος]]): causing to [[forget]] [[care]], ‘banishing [[care]],’ Il. 22.83†.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαθικηδής]], -ές και δωρ. τ. λαθικάδης, -ες (Α)<br />αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, [[καταπραϋντικός]], [[παυσίπονος]] («εἴ [[ποτέ]] τοι λαθικηδέα μαζὸν [[ἐπέσχον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθι</i>- (που ανάγεται στον τ. [[λάθρα]] και εμφανίζει -<i>ι</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ο</i>- [<b>βλ.</b> <i>αργι</i>-]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>κηδής</i>].
}}
}}