Anonymous

μελαγχολία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(24)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melagcholia
|Transliteration C=melagcholia
|Beta Code=melagxoli/a
|Beta Code=melagxoli/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">atrabiliousness, melancholy</b>, freq. in pl., Hp.<b class="b2">Aër</b>.10, <span class="bibl">Ti.Locr.103a</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.28 W., <span class="bibl">Man.2.366</span>: sg., <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.5</span>.</span>
|Definition=Ion. [[μελαγχολίη]], ἡ,<br><span class="bld">1</span> [[melancholy]], [[black bile]], [[dark mood]], [[depression]], [[atrabiliousness]], freq. in plural, Hp.Aër.10, Ti.Locr.103a, Phld.Ir.p.28 W., Man.2.366: sg., Aret.SD1.5.<br><span class="bld">2</span> [[anger]], [[resentment]] Nilanc. Ep. 2.190 (79.300B), al.<br><span class="bld">3</span> [[madness]] Orig. Or. 5.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ἡ, Schwarzgalligkeit, Melancholie, Tiefsinn, durch die ins Blut sich ergießende Galle entstehend, Tim. Locr. 103 a; im plur., Hippocr. u. Sp., wie Luc. Mort. D. 20, 4. Vit. auct. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ἡ, [[Schwarzgalligkeit]], [[Melancholie]], [[Tiefsinn]], durch die ins Blut sich ergießende Galle entstehend, Tim. Locr. 103 a; im plur., Hippocr. u. Sp., wie Luc. Mort. D. 20, 4. Vit. auct. 14.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[humeur noire]], [[mélancolie]].<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαγχολία:''' ἡ тж. pl. [[разлитие черной желчи]], т. е. [[меланхолия]], [[душевная угнетенность]] Plat., Luc., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαγχολία''': ἡ, [[κυρίως]] τὸ ἔχειν τὴν χολὴν μέλαιναν· [[νόσος]] τις, [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, κτλ.· πρβλ. Foës. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. πικροχολία.
|lstext='''μελαγχολία''': ἡ, [[κυρίως]] τὸ ἔχειν τὴν χολὴν μέλαιναν· [[νόσος]] τις, [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, κτλ.· πρβλ. Foës. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. πικροχολία.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />humeur noire, mélancolie.<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]].
|mltxt=η (ΑM [[μελαγχολία]], Α ιων. τ. μελαγχολίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] έντονης κατάθλιψης, που βιώνεται με [[αίσθημα]] ηθικού πόνου και χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική [[αναστολή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[βαριά]] [[δυσθυμία]] που συνοδεύεται από [[τάση]] [[προς]] [[απομόνωση]], [[μεγάλη]] και [[συνεχής]] [[λύπη]], έντονη [[ακεφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]] που προέρχεται όταν εγχυθεί η [[χολή]] στο [[αίμα]], [[είδος]] παραφροσύνης, [[υποχονδρία]] («μελαγχολίῃσι καὶ ἄλγεσι κρυπτομένοισιν», Μαν.)<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>3.</b> [[αφροσύνη]], [[απερισκεψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] / [[χολή]]). Η λ. [[μελαγχολία]] εντάσσεται σε μια [[ομάδα]] λέξεων οι οποίες εκφράζουν κάποιες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τη [[συμπεριφορά]] ενός ανθρώπου αναφορικά [[προς]] ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού. Η [[αντίληψη]] της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών επιβεβαιωμένη από τη σύγχρονη ιατρική διατυπώθηκε από τον Ιπποκράτη, ο [[οποίος]] [[πρώτος]] διαίρεσε τους ανθρώπους σε τύπους ανάλογα με την [[ανάμιξη]] σ' αυτούς τών τεσσάρων χυμών του σώματος: αίματος, φλέγματος, ξανθής και μέλαινας χολής. 'Ετσι διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι [[εξής]] τύποι: [[αιματώδης]] «[[ενθουσιώδης]], [[πληθωρικός]]» ([[πρβλ]]. και [[θερμόαιμος]], [[ψύχραιμος]]), [[φλεγματικός]] «[[ψύχραιμος]], [[απαθής]]» ([[πρβλ]]. «αγγλικό [[φλέγμα]]»), [[χολερικός]] «[[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]» και [[μελαγχολικός]] «[[δύσθυμος]], [[άκεφος]]». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι και η αγγλ. λ. <i>humor</i> ([[χιούμορ]]) «εύθυμη κριτική [[διάθεση]]» προέρχεται από λατ. <i>humor</i> «χυμοί του σώματος». Ενδεικτικές, [[τέλος]], της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών [[είναι]] νεοελλ. φράσεις όπως: «μού κόπηκε [ή μού έσπασε] η [[χολή]]», «μού έπρηξε το [[συκώτι]]», «μού κόπηκαν τα ήπατα», «μού πάγωσε το [[αίμα]]», «μού ανέβηκε το [[αίμα]] στο [[κεφάλι]]», που χρησιμοποιούνται [[κατά]] κόρον και πολλές φορές υπερβολικά, για να δηλώσουν αισθήματα τρόμου, εκνευρισμού, σύγχυσης, αγωνίας. Τη λ. [[μελαγχολία]] δανείστηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>melancholy</i>, γαλλ. <i>melancholie</i>), ενώ ως [[ιατρικός]] όρος χρησιμοποιείται ο νεολατ. τ. <i>melancholia</i>].
}}
}}
{{grml
{{trml
|mltxt=η (ΑM [[μελαγχολία]], Α ιων. τ. μελαγχολίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] έντονης κατάθλιψης, που βιώνεται με [[αίσθημα]] ηθικού πόνου και χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική [[αναστολή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[βαριά]] [[δυσθυμία]] που συνοδεύεται από [[τάση]] [[προς]] [[απομόνωση]], [[μεγάλη]] και [[συνεχής]] [[λύπη]], έντονη [[ακεφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασθένεια]] που προέρχεται όταν εγχυθεί η [[χολή]] στο [[αίμα]], [[είδος]] παραφροσύνης, [[υποχονδρία]] («μελαγχολίῃσι καὶ ἄλγεσι κρυπτομένοισιν», Μαν.)<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>3.</b> [[αφροσύνη]], [[απερισκεψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] / [[χολή]]). Η λ. [[μελαγχολία]] εντάσσεται σε μια [[ομάδα]] λέξεων οι οποίες εκφράζουν κάποιες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τη [[συμπεριφορά]] ενός ανθρώπου αναφορικά [[προς]] ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού. Η [[αντίληψη]] της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών επιβεβαιωμένη από τη σύγχρονη ιατρική διατυπώθηκε από τον Ιπποκράτη, ο [[οποίος]] [[πρώτος]] διαίρεσε τους ανθρώπους σε τύπους ανάλογα με την [[ανάμιξη]] σ' αυτούς τών τεσσάρων χυμών του σώματος: αίματος, φλέγματος, ξανθής και μέλαινας χολής. 'Ετσι διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι [[εξής]] τύποι: [[αιματώδης]] «[[ενθουσιώδης]], [[πληθωρικός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[θερμόαιμος]], [[ψύχραιμος]]), [[φλεγματικός]] «[[ψύχραιμος]], [[απαθής]]» (<b>[[πρβλ]].</b> «αγγλικό [[φλέγμα]]»), [[χολερικός]] «[[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]» και [[μελαγχολικός]] «[[δύσθυμος]], [[άκεφος]]». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι και η αγγλ. λ. <i>humor</i> ([[χιούμορ]]) «εύθυμη κριτική [[διάθεση]]» προέρχεται από λατ. <i>humor</i> «χυμοί του σώματος». Ενδεικτικές, [[τέλος]], της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών [[είναι]] νεοελλ. φράσεις όπως: «μού κόπηκε [ή μού έσπασε] η [[χολή]]», «μού έπρηξε το [[συκώτι]]», «μού κόπηκαν τα ήπατα», «μού πάγωσε το [[αίμα]]», «μού ανέβηκε το [[αίμα]] στο [[κεφάλι]]», που χρησιμοποιούνται [[κατά]] κόρον και πολλές φορές υπερβολικά, για να δηλώσουν αισθήματα τρόμου, εκνευρισμού, σύγχυσης, αγωνίας. Τη λ. [[μελαγχολία]] δανείστηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>melancholy</i>, γαλλ. <i>melancholie</i>), ενώ ως [[ιατρικός]] όρος χρησιμοποιείται ο νεολατ. τ. <i>melancholia</i>].
|trtx====[[melancholy]]===
Arabic: سوداء‎; Egyptian Arabic: ماليخوليا‎; Aromanian: milanculii; Azerbaijani: melanxoliya; Basque: malenkonia; Belarusian: меланхолія; Bulgarian: меланхолия; Catalan: malenconia; Chinese Mandarin: 憂鬱, 忧郁, 悲哀; Czech: melancholie; Danish: melankoli, vemod; Dutch: [[melancholie]], weemoed; Esperanto: melankolio; Estonian: melanhoolia; Finnish: melankolia, apeus, surumielisyys; French: mélancolie; Galician: melancolía; German: [[Melancholie]], [[Schwermut]], [[Wehmut]]; Greek: [[μελαγχολία]]; Hebrew: מלנכוליה‎; Hungarian: melankólia; Icelandic: þunglyndi; Italian: malinconia; Japanese: 憂鬱, 鬱病; Korean: 우울, 침울; Latin: [[melancholia]]; Lithuanian: melancholija; Manchu: ᠠᡴᠠᠴᡠᠨ; Maori: kainatu, rāwakiwaki; Norwegian: melankoli, tungsinn, svartsyn, vemod; Persian: مالیخولیا‎, مالنخولیا‎; Polish: melancholia; Portuguese: melancolia; Romanian: melancolie, tristețe; Russian: [[меланхолия]]; Scottish Gaelic: dòlasachd, mulad, èislean, cianalas, tùirse, truime, dubhachas; Serbo-Croatian Cyrillic: меланхолија, меланколија; Roman: melanhòlija, melankòlija; Sicilian: malancunìa; Slovak: melanchólia; Slovene: melanholija; Spanish: [[melancolía]]; Swedish: melankoli, svårmod, vemod, tungsinne; Tajik: молихулиё; Turkish: melankoli, hüzün; Ukrainian: меланхолія; Walloon: miråcoleye
===[[anger]]===
Afrikaans: drif, toorn, kwaadheid; Aghwan: 𐔼𐕔𐕒𐕡𐕎; Albanian: inat, zemërim, mëri, mnia; Amharic: ቁጣ; Arabic: غَضَب‎; Egyptian Arabic: نرفزه‎; Argobba: ቁሻ; Armenian: զայրույթ, բարկություն, ջղայինություն; Assamese: খং; Avar: цим; Azerbaijani: hirs, hiddət, qeyz, qəzəb; Bashkir: асыу; Basque: haserre; Belarusian: гнеў, злосць; Bengali: রাগ; Bikol Central: dagit; Bulgarian: гняв, яд; Catalan: ira, còlera, ràbia, enfat, enuig; Cebuano: kasuko, kapungot; Chinese Mandarin: 發怒/发怒, 忿怒, 火氣/火气, 怒氣/怒气; Cornish: anger, coler, sorr; Czech: vztek, hněv, zlost; Danish: vrede; Dutch: [[boosheid]], [[woede]]; Esperanto: kolero; Estonian: viha; Ewe: dzibibi, dzikukpɔkpɔ; Finnish: viha, suuttumus; French: [[colère]], [[ire]], [[courroux]], [[rage]], [[fureur]]; Galician: cabuxo, oura, carraxe, asaño, refusía, rebinxe; Georgian: ბრაზი, წყრომა; German: [[Ärger]], [[Zorn]], [[Wut]], [[Groll]], [[Ingrimm]], [[Grimm]], [[Furor]], [[Jähzorn]]; Greek: [[οργή]], [[θυμός]], [[τσαντίλα]]; Ancient Greek: [[ἀνυπερθεσία]], [[ἀποθηρίωσις]], [[δυσχερασμός]], [[δυσχέρεια]], [[ἐγκότησις]], [[ἐνθύμιον]], [[θυμός]], [[κότος]], [[μελαγχολία]], [[μελαγχολίη]], [[μένος]], [[μηνίαμα]], [[μήνιμα]], [[μῆνις]], [[μήνισμα]], [[ὀργά]], [[ὀργή]], [[παροργισμός]], [[σκυσμός]], [[χολή]], [[χόλος]], [[ὠδυσίη]]; Haitian Creole: kòlè; Hebrew: כַּעַס‎; Hindi: क्रोध, ग़ुस्सा; Hittite: 𒋼𒀀𒁲𒈪𒅀𒊍; Hungarian: harag, düh; Icelandic: reiði; Ido: iraco; Indonesian: amarah; Irish: fearg; Old Irish: ferg; Italian: [[ira]], [[rabbia]], [[collera]]; Japanese: 怒り, 忿怒, 怒気; Kannada: ಕೋಪ; Kazakh: ашу, қаһар, зығырдан, зығыр; Khmer: កំហឹង; Korean: 성, 분노(憤怒); Kurdish Central Kurdish: تووڕەیی‎; Kyrgyz: ачуу, каар; Ladin: sënn; Latgalian: sirdeigums, sirdeiba, dusme, špetneiba; Latin: [[ira]]; Latvian: piktums, dusmas; Lithuanian: pyktis; Luxembourgish: Ierger; Macedonian: лутина, гнев; Malay: kemarahan; Malayalam: ദേഷ്യം, കോപം, ക്രോധം; Maori: whakatuma, hīnawanawa, hīkaka; Middle English: anger; Mongolian Cyrillic: уур хилэн; Neapolitan: raggia; Nepali: रिस; Norwegian: sinne; Occitan: ira, colèra, ràbia; Old Church Slavonic Cyrillic: гнѣвъ; Old English: ierre; Old French: ire; Oromo: aarii; Ottoman Turkish: اوفكه‎; Persian: خشم‎, غضب‎; Plautdietsch: Spiet; Polish: złość, gniew, wkurw; Portuguese: [[raiva]], [[ira]]; Quechua: phiña; Romanian: furie, mânie, enervare; Russian: [[гнев]], [[злость]], [[злоба]]; Sanskrit: कोप, क्रोध, इरस्; Scots: angir; Scottish Gaelic: fearg, corraich; Serbo-Croatian Cyrillic: љутња, гне̑в, гње̑в, гнив; Latin: ljútnja, gnȇv, gnjȇv, gniv; Slovak: hnev, zlosť; Slovene: jeza, gnev; Spanish: [[ira]], [[enfado]], [[enojo]], [[rabia]], [[cólera]]; Swedish: ilska; Tagalog: galit; Tajik: хашм, ғазаб; Tamil: கோபம்; Telugu: కోపం; Thai: วิโรธ; Tocharian B: tremi; Turkish: öfke, kızgınlık, hiddet; Ukrainian: гнів, злість; Urdu: غصہ‎; Uyghur: غەزەپ‎; Uzbek: gʻazab; Vietnamese: mối giận, sự tức giận; Welsh: bâr; West Frisian: grime; Yiddish: רוגז‎, רוגזה‎, ירגזון‎
}}
}}