Anonymous

μικροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de petit esprit <i>ou</i> de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; <i>en gén.</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[πρέπω]].
|btext=ής, ές :<br />de petit esprit <i>ou</i> de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; <i>en gén.</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[πρέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μικροπρεπής]], Α και μτγν. τ. [[σμικροπρεπής]], -ές)<br />αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, [[χαμερπής]], [[ευτελής]], [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μικροπρεπές</i><br />α) το τετριμμένο, η [[κοινοτοπία]]<br />β) [[μικροψυχία]]<br />γ) το να [[είναι]] [[κανείς]] υποταγμένος σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροπρεπώς</i> (ΑΜ μικροπρεπῶς)<br />με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}