μεμπτικός: Difference between revisions

24
(6_10)
(24)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμπτικός''': -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471.
|lstext='''μεμπτικός''': -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεμπτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεμπτός]]<br />αυτός που επιδέχεται [[μομφή]], [[κατηγορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεμπτικῶς</i> (Μ)<br />με [[μομφή]], με [[κατηγορία]].
}}
}}