3,274,916
edits
(6_11) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, [[ἐπάγγελμα]] μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36. | |lstext='''μισθωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, [[ἐπάγγελμα]] μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μισθωτικός]], -ή, -όν) [[μισθωτής]] / [[μισθωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη [[μίσθωση]] («μισθωτικοί όροι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μισθωτική</i><br />το [[επάγγελμα]] που αποφέρει [[μισθό]], το [[επάγγελμα]] του μισθωτού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθωτικόν</i><br />[[εισφορά]] σε [[χρήμα]] ή σε [[είδος]], η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθωτικώς</i> (Μ)<br />με μισθωτικό τρόπο, με [[μίσθωση]]. | |||
}} | }} |