Anonymous

ματιολοιχός: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]].
|btext=ός, όν :<br />qui dévore des petits riens LSJ (<i>cf.</i> [[ματαιολοιχός]], [[ματτυολοιχός]]).<br />'''Étymologie:''' [[μάτιον]], [[λείχω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ματιολοιχός]], ὁ (Α)<br />ο [[κρουσιμέτρης]], αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. εσφ. γρφ. του [[ματτυολοιχός]]].
}}
}}