3,270,341
edits
(eksahir) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[petición]], [[súplica]] | |esgtx=[[petición]], [[súplica]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[λιτή]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> μικρή εκκλησιαστική [[δέηση]] που τελείται [[κατά]] τις ολονυκτίες<br /><b>2.</b> θρησκευτική [[πομπή]], [[λιτανεία]]<br /><b>3.</b> ο [[εσωτερικός]] [[νάρθηκας]] ή εσωνάρθηκας τών μονών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικεσία]], [[παράκληση]], [[δέηση]] («ὡς [[οὐδέν]] ἡμῑν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ο πληθ. ως ουσ. ή κύριο όν.) <i>αἱ Λιταί</i><br />προσευχές θλίψης και μετάνοιας, οι οποίες προσωποποιήθηκαν ως θεές («καὶ γάρ τε Λιταί εἰσι, Διὸς κοῡραι μεγάλοιο, χωλαί τε ῥυσαί τε παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>- του [[λίσσομαι]]]. | |||
}} | }} |