Anonymous

μοσχοκαρύδιον: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_22)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοσχοκαρύδιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.
|lstext='''μοσχοκαρύδιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοσχοκαρύδιον]], τὸ (Α)<br />το [[μοσχοκάρυδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχοκάρυον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>συκ</i>-<i>ύδιον</i>)].
}}
}}