Anonymous

μαλθακώδης: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_7)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαλθᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁπωσοῦν [[μαλακός]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. [[μαλθώδης]].
|lstext='''μαλθᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁπωσοῦν [[μαλακός]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. [[μαλθώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλθακώδης]], -ῶδές (AM) [[μαλθακός]]<br />[[μαλακτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άτολμος]].
}}
}}