Anonymous

λεπτόρριζος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτόρριζος''': -ον, ἔχων λεπτὴν ῥίζαν, Σχόλ. Θεοκρ. 5. 123.
|lstext='''λεπτόρριζος''': -ον, ἔχων λεπτὴν ῥίζαν, Σχόλ. Θεοκρ. 5. 123.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λεπτόρριζος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει λεπτές, αδύνατες ρίζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]]].
}}
}}