3,277,206
edits
(6_17) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰλᾰκόστρᾰκος''': -ον, ἔχων [[μαλακὸν]] τὸ [[ὄστρακον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 2., 4. 1, 3., 4. 2, 1, κτλ.· ἴδε ἐν λ. [[μαλάκια]], τά. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακόστρακα. καράβους καὶ καρίδας». | |lstext='''μᾰλᾰκόστρᾰκος''': -ον, ἔχων [[μαλακὸν]] τὸ [[ὄστρακον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 2., 4. 1, 3., 4. 2, 1, κτλ.· ἴδε ἐν λ. [[μαλάκια]], τά. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακόστρακα. καράβους καὶ καρίδας». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόστρακος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μαλακόστρακα</i><br /><b>ζωολ.</b>. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν [[μερικά]] από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο [[αστακός]], το [[καβούρι]], η [[γαρίδα]], [[καθώς]] και αμφίποδα, ισόποδα και άλλες τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄστρακον]]. | |||
}} | }} |