Anonymous

κωφεύω: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_6)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωφεύω''': εἶμαι βωβός, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 20)· [[ὡσαύτως]], εἶμαι [[κωφός]], [[αὐτόθι]].
|lstext='''κωφεύω''': εἶμαι βωβός, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 20)· [[ὡσαύτως]], εἶμαι [[κωφός]], [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[κωφεύω]]) [[κωφός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κουφός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ακούω]], [[κάνω]] τον κουφό<br /><b>3.</b> [[αδιαφορώ]], δεν [[υπακούω]] σε συμβουλές ή διαταγές ή παρακλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[παριστάνω]] τον μουγκό, [[κρατώ]] το [[στόμα]] μου κλειστό («καὶ νῡν [[ἀδελφή]] μου κώφευσον, ὅτι [[ἀδελφός]] σου ἐστί», ΠΔ).
}}
}}