Anonymous

λαμπρόπους: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπρόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538.
|lstext='''λαμπρόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπρόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει [[λαμπρά]], [[λευκά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ωκύ</i>-[[πους]])].
}}
}}