3,277,121
edits
(6_10) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λατρευτός''': -ή, -όν, [[δουλικός]], [[ἔργον]] Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 16). ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ λατρεύῃ τις, Ἐκκλ. | |lstext='''λατρευτός''': -ή, -όν, [[δουλικός]], [[ἔργον]] Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 16). ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ λατρεύῃ τις, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λατρευτός]], -ή, -όν) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον αγαπούν [[πάρα]] πολύ, [[πολυαγαπημένος]], λατρεμένος («λατρευτή μου [[μητέρα]]»)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην [[υπηρεσία]], [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («πᾱν [[ἔργον]] λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῑς», ΠΔ). Επιρρ. <i>λατρευτῶς</i> (Μ)<br />λατρευτικά. | |||
}} | }} |