Anonymous

λάτρις: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />serviteur, servante.<br />'''Étymologie:''' [[λάτρον]].
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />serviteur, servante.<br />'''Étymologie:''' [[λάτρον]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> [[λάτρης]].———————— <b>(II)</b><br />[[λάτρις]], -ιος και -ιδος, ό, ἡ (AM)<br /><b>1.</b> [[μισθωτός]] [[εργάτης]], [[υπηρέτης]], [[θεράπων]], [[δούλος]] («κακὸν λάτριν ἐφημέριον», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Φοίβου [[λάτρις]]» — ο [[κόρακας]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λάτρον]] και πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παράγωγό της].
}}
}}