3,274,216
edits
(6_10) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱτομικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, [[σίδηρος]] Διόδ. 3. 12. | |lstext='''λᾱτομικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, [[σίδηρος]] Διόδ. 3. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λατομικός]], -ή, -όν) [[λατόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λατομείο]] ή σε λατόμο<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[λατόμηση]], για [[εξαγωγή]] πέτρας ή μαρμάρου. | |||
}} | }} |