Anonymous

λάσθη: Difference between revisions

From LSJ
847 bytes added ,  29 September 2017
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />injure, outrage, mépris.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot tôt disparu, sans étym.
|btext=ης (ἡ) :<br />injure, outrage, mépris.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot tôt disparu, sans étym.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσθη]], ἡ (Α)<br />[[χλευασμός]], [[κοροϊδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τ. όπως [[λιλαίομαι]], [[λάσται]], λατ. <i>lascinus</i> «[[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]», αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] -<i>θη</i>, που, όπως και το [[επίθημα]] -<i>θος</i>, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>].
}}
}}