Anonymous

λεμβώδης: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεμβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων τὸ [[σχῆμα]] λέμβου, Ἀριστ. περὶ Πορείας ζῴων 10, 9.
|lstext='''λεμβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων τὸ [[σχῆμα]] λέμβου, Ἀριστ. περὶ Πορείας ζῴων 10, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεμβώδης]], -ῶδες (Α) [[λέμβος]]<br />αυτός που [[κατά]] το [[σχήμα]] μοιάζει με λέμβο.
}}
}}