Anonymous

λελυμένως: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_6)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λελῠμένως''': ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.
|lstext='''λελῠμένως''': ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.
}}
{{grml
|mltxt=[[λελυμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήπια, [[μαλακά]]<br /><b>2.</b> απροκάλυπτα, απερίφραστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λελυμένος</i>, μτχ. του <i>λέλυμαι</i>, παρακμ. του <i>λύομαι</i>].
}}
}}