Anonymous

λεπίζω: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=peler, écailler, écorcer.<br />'''Étymologie:''' [[λεπίς]].
|btext=peler, écailler, écorcer.<br />'''Étymologie:''' [[λεπίς]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λεπίζω]] (AM) [[λέπος]]<br />[[αφαιρώ]] το [[δέρμα]] ή τον φλοιό, [[ξεφλουδίζω]], [[γδέρνω]] («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ).———————— <b>(II)</b><br />[[λεπίζω]] (Α) [[λεπίς]]<br />[[αφαιρώ]] τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες [[είναι]] διακοσμημένο ένα [[αντικείμενο]] («τούτων δὲ τὰ μὲν πλεῑστα συνέβη λεπισθῆναι κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρου... ἔφοδον», <b>Πολ.</b>).
}}
}}