3,277,300
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />rugueux.<br />'''Étymologie:''' [[λέπρα]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />rugueux.<br />'''Étymologie:''' [[λέπρα]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπρώδης]], -ῶδες (Α) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], αυτός που έχει ανώμαλη [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας<br /><b>3.</b> αυτός που πάσχει από [[λέπρα]]. | |||
}} | }} |