Anonymous

λεπρώδης: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />rugueux.<br />'''Étymologie:''' [[λέπρα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />rugueux.<br />'''Étymologie:''' [[λέπρα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπρώδης]], -ῶδες (Α) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], αυτός που έχει ανώμαλη [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας<br /><b>3.</b> αυτός που πάσχει από [[λέπρα]].
}}
}}