Anonymous

λευκαντής: Difference between revisions

From LSJ
23
(b)
(23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] ὁ, der Weißmachende, -färbende.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] ὁ, der Weißmachende, -färbende.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. λευκάντρια (AM [[λευκαντής]]) [[λευκαίνω]]<br />αυτός που λευκαίνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] που έχει ως [[έργο]] να λευκαίνει ή να αποχρωματίζει [[φυσικά]] ή τεχνητά προϊόντα<br /><b>2.</b> (χημ. τεχνολ.) [[στερεά]] ή υγρή χημική [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για τη [[λεύκανση]] ή τον αποχρωματισμό ινών, νημάτων, χαρτιού, υφασμάτων κ.ά. προϊόντων, αλλ. λευκαντικό [[μέσο]].
}}
}}