Anonymous

λευκόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόκαρπος''': -ον, φέρων λευκὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.
|lstext='''λευκόκαρπος''': -ον, φέρων λευκὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει [[λευκό]] καρπό.
}}
}}