Anonymous

λευκαία: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_9)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκαία''': ἡ, [[εἶδος]] ἰσχυροῦ χόρτου ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν [[σχοινίων]] ἢ ὁρμιῶν, [[ἴσως]] τὸ Ἱσπανικὸν spartum, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· [[λευκέα]] παρ’ Ἀρτεμιδ. 3. 59· «[[λευκέα]]· [[σχοῖνος]]» Ἡσύχ. ΙΙ. = [[λεύκη]] ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. 79.
|lstext='''λευκαία''': ἡ, [[εἶδος]] ἰσχυροῦ χόρτου ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν [[σχοινίων]] ἢ ὁρμιῶν, [[ἴσως]] τὸ Ἱσπανικὸν spartum, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· [[λευκέα]] παρ’ Ἀρτεμιδ. 3. 59· «[[λευκέα]]· [[σχοῖνος]]» Ἡσύχ. ΙΙ. = [[λεύκη]] ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. 79.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκαία]] και, δ. γρφ., [[λευκέα]], ἡ (Α) [[λεύκη]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] ανθεκτικού φυτού κατάλληλου για [[κατασκευή]] σχοινιών, το [[σπάρτο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σχοινί]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λεύκα]]<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) ο [[φλοιός]] της λεύκας.
}}
}}