Anonymous

ληθαργώδης: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληθαργώδης''': -ες, = [[ληθαργικός]], Διοσκ. Θηρ. 15, Γαλην. 7. 153.
|lstext='''ληθαργώδης''': -ες, = [[ληθαργικός]], Διοσκ. Θηρ. 15, Γαλην. 7. 153.
}}
{{grml
|mltxt=[[ληθαργώδης]], -ῶδες (Α) [[λήθαργος]] (Ι)]<br />[[ληθαργικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ληθαργωδῶς</i> (Α)<br />σε [[κατάσταση]] ληθαργίας, νάρκης.
}}
}}