Anonymous

λήθαιος: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui fait oublier;<br /><b>2</b> qui oublie facilement.<br />'''Étymologie:''' [[λήθη]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui fait oublier;<br /><b>2</b> qui oublie facilement.<br />'''Étymologie:''' [[λήθη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λήθαιος]], -αία, -ον και ληθαῑος, -αία, -ον (Α) [[λήθη]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[λήθη]] ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λήθη]] («λήθαιον [[σκότος]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λησμονεί, ο [[επιλήσμων]]<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, [[περιοχή]] του [[κάτω]] κόσμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λήθαιος]] [[λίθος]]» — [[πολύτιμος]] [[λίθος]] ο [[οποίος]] θεωρούνταν ότι επέφερε [[λήθη]], ο [[μελιτίτης]] [[λίθος]].
}}
}}