Anonymous

λευκόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_15)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόφθαλμος''': ὁ, ὁ λευκὸς [[ὀφθαλμός]], [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 62.
|lstext='''λευκόφθαλμος''': ὁ, ὁ λευκὸς [[ὀφθαλμός]], [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 62.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόφθαλμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κάπως]] [[λευκά]] μάτια<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.
}}
}}