Anonymous

λευκόπυγος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν πυγήν, [[λευκόπρωκτος]], μεταφ. «ὁ [[ἄνανδρος]], [[ἔμπαλιν]] δὲ μελαμπύγους τοὺς ἀνδρείους ἔλεγον» Ἡσύχ., Ἄλεξ. παρ’ Εὐσταθ. 863. 29· πρβλ. μελάμπῡγος.
|lstext='''λευκόπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων λευκὴν πυγήν, [[λευκόπρωκτος]], μεταφ. «ὁ [[ἄνανδρος]], [[ἔμπαλιν]] δὲ μελαμπύγους τοὺς ἀνδρείους ἔλεγον» Ἡσύχ., Ἄλεξ. παρ’ Εὐσταθ. 863. 29· πρβλ. μελάμπῡγος.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόπυγος]], -ον (Α)<br />[[λευκόπρωκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «γλουτοί» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>)].
}}
}}