Anonymous

λημμάτιον: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_22)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λημμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λῆμμα]], Πτολ., Ζωναρ.
|lstext='''λημμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λῆμμα]], Πτολ., Ζωναρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λημμάτιον]], τὸ (Α) [[λήμμα]]<br />υποκορ. του [[λήμμα]].
}}
}}