Anonymous

ληίς: Difference between revisions

From LSJ
660 bytes added ,  29 September 2017
23
(Autenrieth)
(23)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ίδος: [[booty]], [[prey]].
|auten=ίδος: [[booty]], [[prey]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ληΐς]], -[[ίδος]], δωρ. τ. [[λαΐς]], ἡ (Α)<br />(επικ. του [[λεία]])<br /><b>1.</b> αυτό που λαμβάνεται με [[αρπαγή]], η [[λεία]], το [[λάφυρο]]<br /><b>2.</b> ([[χωρίς]] την [[έννοια]] λαφυραγώγησης) αγέλες, ποίμνια («ληΐδος ἐρχομένης, στείνοντο... πίονες ἀγροὶ μυκηθμῷ», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱF</i>-<i>ιδ</i>- (<b>βλ.</b> [[λεία]] και <i>απο</i>-<i>λαύω</i>)].
}}
}}