Anonymous

Λῆναι: Difference between revisions

From LSJ
1,282 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />les Bacchantes.<br />'''Étymologie:''' [[ληνός]].
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />les Bacchantes.<br />'''Étymologie:''' [[ληνός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[Λῆναι]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α)<br />οι Βάκχες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>λῆναι</i> φαίνεται ότι έχει το -<i>η</i>- αρχικό στη [[ρίζα]] του ([[αφού]] δεν μαρτυρείται τ. <i>λᾱναι</i>), [[γεγονός]] που τον διαχωρίζει από τον τ. [[ληνός]] (δωρ. <i>λᾱνός</i>) «[[πατητήρι]]», [[παρά]] την [[ομοιότητα]] τών δύο τύπων. Δοδέντος ότι και τα [[Λήναια]] δεν ήταν γιορτές στις οποίες πατούσαν τα σταφύλια, η [[σύνδεση]] του τ. <i>λῆναι</i> με τον τ. [[ληνός]] οφείλεται πιθ. σε λαϊκή [[ετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ληναΐζω]], [[λήναιος]], [[ληναΐτης]], [[Ληναιών]], [[Ληνεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>Ληνίς</i> (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[Ληναγέτας]]].
}}
}}