λιγύκροτος: Difference between revisions

23
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγύκροτος''': -ον, ἠχηρῶς κροτῶν, Σουΐδ.
|lstext='''λῐγύκροτος''': -ον, ἠχηρῶς κροτῶν, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιγύκροτος]] και [[λιγύκορτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει δυνατό κρότο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]]. Ο τ. [[λιγύκορτος]] από [[μετάθεση]] φθόγγων].
}}
}}