Anonymous

λιβανίζω: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_1)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνίζω''': (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.
|lstext='''λῐβᾰνίζω''': (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[λιβανίζω]]) [[λίβανος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[λιβάνι]], [[θυμιατίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κολακεύω]] δουλικά κάποιον, [[εγκωμιάζω]] κάποιον ταπεινά<br /><b>3.</b> [[επαναλαμβάνω]] [[συνεχώς]] τα [[ίδια]] ενοχλώντας κάποιον<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λιβανίζω]] [[κάτι]] για πολύ καιρό» — [[καθυστερώ]] πολύ να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[οσμή]] λιβανιού.
}}
}}