3,277,197
edits
(6_16) |
(23) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐγυπτερόφωνος''': -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48. | |lstext='''λῐγυπτερόφωνος''': -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιγυπτερόφωνος]], -ον (Α)<br />(για [[πτηνό]]) αυτός που έχει φτερά τα οποία ηχούν διαπεραστικά. | |||
}} | }} |