3,253,652
edits
(6_7) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην. | |lstext='''λῐθοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[λιθοειδής]], -ές)<br />ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «λιθοειδές [[οστό]]» — το [[τμήμα]] του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου<br />β) «λιθοειδές [[νεύρο]]» — ένα από τα [[τρία]] [[νεύρα]] της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο [[είναι]] [[κλάδος]] του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου. | |||
}} | }} |