Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθοειδής: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην.
|lstext='''λῐθοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λιθοειδής]], -ές)<br />ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «λιθοειδές [[οστό]]» — το [[τμήμα]] του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου<br />β) «λιθοειδές [[νεύρο]]» — ένα από τα [[τρία]] [[νεύρα]] της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο [[είναι]] [[κλάδος]] του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.
}}
}}