Anonymous

λιγύπνοιος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_15)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγύπνοιος''': -ον, (πνοὴ) = τῷ προηγ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28.
|lstext='''λῐγύπνοιος''': -ον, (πνοὴ) = τῷ προηγ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιγύπνοιος]] και [[λιγύπνοος]], -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πνοιος</i> / -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοιά]] / [[πνοή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>πνοιος</i> / <i>θεό</i>-<i>πνους</i>].
}}
}}